Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Noir Ιστορίες: Ανειλημμένες Υποχρεώσεις

Γιάννης Νικολούδης


Ανειλημμένες υποχρεώσεις


Την ξέρω την επαρχία. Μην περιμένεις βέβαια να σου μιλήσω για την οργή και την καταπίεση που συσσώρευσε μέσα μου – σε κάποιο βαθμό έγινε και αυτό, μην περιμένεις όμως να επικεντρωθώ εκεί. Η επαρχία με έκανε γάτα, πονηρό, καχύποπτο, συντηρητικό, με λίγα λόγια,  με γέμισε με δώρα και ποιότητες απαραίτητες για να τα βγάλεις πέρα σ’ αυτό το χώρο. Θα με ρωτήσεις, ποιον χώρο; Έλα, ξέρεις καλά.
    Την ξέρω, που λες. Ρώτα με. Μέχρι να βρεις εσύ τις ερωτήσεις, εγώ θα σου μιλήσω για εκείνα τα γκριζόμαυρα χειμωνιάτικα απογεύματα που οι καμινάδες ξέρναγαν φούμο και η ομίχλη στροβιλιζόταν στις πλαγιές και τα γύρω δάση. Θα σε κάνω κοινωνό της αίσθησης της κοινοκτημοσύνης των ειδήσεων, των εντυπώσεων, και όλων σχεδόν των εκδηλώσεων της ανθρώπινης μάσκας, αλλά ποτέ της αλήθειας. Θα σου μιλήσω για σαπίλα, για μια φαντασμαγορία μικροαστισμού. Μπλα μπλα. Κυρίως όμως θέλω να σου αφηγηθώ πως βρήκα τον φονιά του Καργάκου το Νοέμβρη του 2004.
    Είχα χρόνια να γυρίσω στη θαυμαστή και αρκούντως γραφική κωμόπολη όπου γεννήθηκα και ανδρώθηκα. Είχα χωθεί στις δουλειές της πρωτεύουσας. Είχα νιονιό· μου είχαν εμπιστοσύνη αυτοί για τους οποίους δούλευα. Είχα βοηθήσει να λυθούν κάμποσες λεπτές και δύσκολες υποθέσεις – είχα ξεχωρίσει. Το κυρίως αφεντικό σκέφτηκε εμένα πρώτο για την υπόθεση του Καργάκου, όχι μόνο γιατί τον τελευταίο έτυχε να τον σφάξουν στα μέρη μου, αλλά κυρίως – μην γελιόμαστε – ήμουν και ο πιο ικανός γι’ αυτήν τη δουλειά. Στο σινάφι της νύχτας με έλεγαν Πουαρό.
    Μειδιάς ε; Το λοιπόν, μην μειδιάς.  Μειδιούν οι πουτάνες. Έχω μάτι. Έχω ένστικτο. Έχω αρχίδια. Έχω νιονιό. Να συνεχίσω; Όχι, δεν είναι του στυλ μου. Το Νοέμβρη του 2004 σφάξανε τον Καργάκο. Εννοώ τον σφάξανε. Με μπαλτά. Είναι απίθανο το πόσο εύκολα μπορείς να κομματιάσεις ένα έλλογο ον. Εντάξει, μεταξύ μας, ο Καργάκος δεν ξέρω κατά πόσο διεκδικεί μνεία έλλογου όντος. Ήταν ένας μικρονταβατζής της περιοχής. Ένα κωλόμπαρο διεύθυνε, το «Εξωτικό», φίσκα με ξεδοντιασμένες Ρουμάνες και Βουλγάρες. Υποθέτω ότι θα συνεργαζόταν, μέσω ποσοστών,  με τα τοπικά μικροβιολογικά εργαστήρια της περιοχής, αν με πιάνεις.
    Σε κάνω και γελάς ε; Έχω τον τρόπο μου. Είναι το στυλ μου έτσι. Ευχάριστος και τα ρέστα. Είμαι και ύπουλος όμως, μην το ξεχνάς αυτό. Έχω την ικανότητα να τσακίζω ανθρώπους, δίχως καλά καλά να το πάρουν πρέφα. Είδες πως γυάλισε το μάτι μου μόλις τώρα; Το ελέγχω. Ο Καργάκος όμως δεν το έλεγχε. Μπήκε στο ρουθούνι πολλών με τις μαλακίες του. Για μια απ’ αυτές τον καθαρίσανε. Το αφεντικό με έστειλε εκεί κάτω για να μάθω τι ακριβώς είχε γίνει.
    Συγγενείς και λοιπά φρόντισα να τα αποφύγω για όσο διάστημα θα παρέμενα στην πόλη. Για να φανταστείς, νοίκιασα δωμάτιο στο τοπικό ξενοδοχείο – μια γαμημένη τρώγλη που τις νύχτες έκλανε υγρασία απ’ τα ντουβάρια. Και η ίδια η πόλη – μην φανταστείς τίποτα το πολύ ιδιαίτερο: μια ρυμοτομία σαν πίνακας του Πικάσο, μπόλικες μονοκατοικίες και άνθρωποι που ζέχνουν τζατζίκι και νοικοκυρίλα· όμορφα πράγματα.
    Το πρώτο βράδυ επισκέφτηκα τον φίλο του Καργάκου, τον Σαραντάκη, έναν θρασύ μασταρδάκο, αρκούντως κουτοπόνηρο ώστε να περάσω την ώρα μου σχεδόν διασκεδάζοντας. Είχε τη φαεινή ιδέα να με κεράσει ρετσίνα.
    «Ξέρεις ποιος με στέλνει».
    «Ξέρω».
    «Ποιοι τον έφαγαν;»
    «Αυτό δεν το ξέρω. Αν το ήξερα θα το είχα πει και δεν θα χρειαζόταν να κατέβεις στα μέρη μας».
    «Οι μπάτσοι τι σκέφτονται;»
    «Δεν ξέρουν τι τους γίνεται».
    «Εσείς ξέρετε;»
    «Ποιοι εμείς;», τσίνησε.
    «Εσύ και ο Μαρής. Τα δυο τσιράκια του εκλιπόντος».
    «Φίλοι του ήμασταν».
    «Οι πληροφορίες μου κάνουν λόγο για μπίζνες».
    «Μίλα στρωτά ρε».
    «Του βρίσκατε μουνιά για το μαγαζί».
    «Μίλα πιο σιγανά».
    «Μίλα έτσι, μίλα αλλιώς, θα με κομπλάρεις στο τέλος».
    «Εσύ με μπερδεύεις».
    «Ούτε καν αποπειράθηκα».
    Έσκασε μύτη η γυναίκα του – μια κοντή παρουσία με χαυνωμένα μάτια και ο Σαραντάκης ζάρωσε μπροστά της ρίχνοντας μου συνωμοτικές ματιές. Εκείνο το γυναικάκι προσφέρθηκε να με κεράσει νεραντζάκι και καφέ τα οποία αμφότερα αρνήθηκα αν και εκείνη επέμεινε με σφρίγος δικολάβου παινεύοντας τα αγαθά της.
    «Μίλησε μου για τον Καργάκο», τον παρότρυνα μόλις το έτερον του ήμισυ εδέησε να πάει να πλαγιάσει.
    Η περιγραφή του Σαραντάκη – μια εν γένει κοιμισμένη όσο και  μελοδραματική απόπειρα εξιδανίκευσης του Καργάκου με σποραδικές μονάχα αναλαμπές έξαψης – λίγο πολύ ταίριαζε με αυτά που ήδη ήξερα: ο Καργάκος ήταν ένας κρετίνος. Ήταν από εκείνο το είδος  των ανθρωποειδών που εμένα προσωπικά μου προκαλούνε ίλιγγο αηδίας και αποτροπιασμού. Πέρα απ’το γεγονός πως στη δουλειά του ήταν άγαρμπος, ανυπόμονος και λέτσος, τα είχε σκατώσει και στο σπίτι του: χτυπούσε τα γυναικόπαιδα του μέχρις σημείου πολλά απ’ αυτά να χρειάζονται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Έξω απ’ το σπίτι σου – άπαξ και τυγχάνεις αγόρι της νύχτας – μπορείς να σκορπάς αλόγιστα τις απεκκρίσεις σου αν σου κάνει κέφι. Χύσε σάλια, σπέρμα, κάτουρο, αίμα (κατά προτίμηση των άλλων) αλλά μέσα στο σπιτικό σου, πρέπει να χύνεις θεσμοθετημένα και στρωτά, με μέτρο. Αυτός όχι μόνο έσπαγε στο ξύλο τη γυναίκα του αλλά την είχε κάνει και κουνέλα – σε οκτώ χρόνια γάμου είχε κάνει μαζί της έξι παιδιά.
    Κατά περίεργο όμως τρόπο πάνω σ’ αυτό ακριβώς το ανθρωπίδιο το αφεντικό μου είχε βασίσει πολλές από τις εδώ δουλειές του, κυρίως τη διακίνηση, αν με πιάνεις –  και αυτό το ανθρωπίδιο κάποιος ή κάποιοι το σκότωσαν και όχι μόνο αυτό, αλλά το έκοψαν και φέτες. Μήνυμα τρομοκρατίας για εμάς; Από την άλλη, να ήταν άραγε ένα κοινό έγκλημα πάθους; Αλλά – συγνώμη κιόλας για την προσβολή στο πρόσωπο του νεκρού – ποιος με σώας τας φρένας θα παθιαζόταν με ένα υποκείμενο σαν τον Καργάκο; Αυτοί που με έστειλαν εκεί κάτω μου είχαν κάνει σαφές πως η αποστολή μου περισσότερο αποσκοπούσε στο να σιγουρευτούμε πως οι εργοδότες μου – και τα συμφέροντα που αντιπροσώπευαν –  δεν είχαν καμία σχέση με τα κίνητρα του φόνου, παρά  στη διαλεύκανση του ίδιου του φόνου. Ο Καργάκος και ο οικτρός χαμός του δεν ενδιέφεραν από αυτή την άποψη κανένα.
                                                
                                                 
                                                ***
Επέλεξα να δω πρώτα τον Σαραντάκη, όχι γιατί μου αρέσει η φάτσα του – έλεος – αλλά γιατί εκείνο το αχαμνό μαυροτσούκαλο ανθρωπάκι που ήθελε  να περνιέται και για προαγωγός, ήταν το πρώτο άτομο που βρήκε το πτώμα – ή μάλλον τα κομμάτια που παλιά συνιστούσαν τον ιδιοκτήτη του «Εξωτικού».
    Η αφήγηση του ήταν λιτή και απέριττη – ο μελοδραματισμός είχε πάει περίπατο. Στην προσπάθεια του να φανεί σκληροτράχηλος και μέσα στα πράγματα της νύχτας, ο Σαραντάκης απόφευγε και τον παραμικρό μορφασμό και το παραμικρό σχόλιο αηδίας, κλονισμού ή τρόμου και τον παραμικρό συναισθηματισμό. Με λίγα λόγια, και αν τον πίστευα, το παλικάρι μας τα ξημερώματα της 13ης  Νοεμβρίου, λίγο μετά το κλείσιμο του μαγαζιού δηλαδή, όταν και η τελευταία «χορεύτρια» είχε αποχωρήσει, μπήκε στο Εξωτικό, είδε το σφαγιασθέν κουφάρι και δίχως να βγάλει ούτε μια κραυγούλα, ούτε ένα κιχ, ούτε καν μια συριστική ανάσα, περπάτησε νηφάλιο μέχρι τη τηλεφωνική συσκευή και ειδοποίησε τους μπασκίνες.
    «Πως ήταν;»
    «Ο Βαγγέλης;»
    «Βαγγέλη τον έλεγαν τον Καργάκο;»
    «Ναι. Τι πως ήταν; Κομμάτια ήταν».
    «Μίλησε μου».
    «Σου είπα, ήταν κομμάτια».
    «Πόσα κομμάτια;»
    « Είμαι  δυσλεκτικός», μου έκανε πνεύμα στο πνεύμα.
    Η ιατροδικαστική έκθεση πάντως έκανε λόγο για ένα φονικό όπλο βαρύ και μεταλλικό – μόνο ένας μπαλτάς ή μια βαριά μανσέτα ταίριαζε με αυτή την περιγραφή και με το είδος των χτυπημάτων. Το πρώτο χτύπημα – πισώπλατο, στο ύψος της ωμοπλάτης – ήταν και το θανατηφόρο. Τα υπόλοιπα χτυπήματα και οι συνεπακόλουθοι απανωτοί ακρωτηριασμοί αποτέλεσαν απλή άσκηση τεχνικής σε ένα ήδη διαμορφωμένο σκηνικό.  Οι αστυνομικοί κατέφθασαν στο σημείο πέντε λεπτά μετά το τηλεφώνημα του. Δυο απ’ αυτούς, αντικρίζοντας το μακελεμένο σώμα έκαναν εμετό. Ο αξιωματικός τους άρχισε να γαυγίζει εξοργισμένος. Τα φώτα μέσα ήταν χαμηλωμένα – κυριαρχούσε ένα βαρύ αισθαντικό πουτανίστικο κόκκινο. Την ίδια νύχτα, ο Σαραντάκης οδηγήθηκε στο τμήμα όπου και ανακρίθηκε εξαντλητικά.
    «Μου έβγαλαν την Μπαναγία για να τους αποδείξω ότι δεν ήμουν ελέφαντας».
    «Το απέδειξες;»
    «Απέδειξα ότι δεν έχουν καμιά απόδειξη εναντίον μου».
    «Στ’ αλήθεια φίλε Σαραντάκη, δεν είχες ούτε ένα, ούτε ένα τοσοδά, τοσοδούλικο κίνητρο να φας το αφεντικό σου;»
    «Αστεία πράγματα. Και για να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, εγώ δεν έχω αφεντικά. Συνεργαζόμουν με τον Βαγγέλη. Αυτό μονάχα. Τα πηγαίναμε μια χαρά. Για ποιον λόγο να τον έτρωγα;»
    «Θα είχες τους λόγους σου».
    «Ναι. Αν είχα λόγους να τον σκοτώσω, θα τον έκοβα κομματάκια και ύστερα θα στεκόμουν από πάνω του και θα καλούσα τις αρχές. Ιδιοφυές σχέδιο».
    «Μα εγώ δεν ισχυρίστηκα ότι έγινε με προμελέτη. Ίσως εκείνη τη νύχτα ο μακαρίτης να είπε κάτι που να μην σου άρεσε».
    «Σαν τι;»
    «Ότι είσαι μαυροτσούκαλο και οι μασχάλες σου ζέχνουν».
    «Μην με ξενυχτάς για μαλακίες. Κάνω υπομονή. Κάνω υπομονή γιατί ξέρω  για ποιους δουλεύεις».
    «Εγώ δηλαδή σαν αυτόνομη οντότητα, σαν αυτόφωτη προσωπικότητα, σαν αυτοδύναμη παρουσία  με ικανότητα να εκμαιεύει σεβασμό και τα λοιπά, δεν σε συγκινώ;».
    «Για όνομα του Θεού».
    «Έλα, ποιος θα μπορούσε να του το κάνει αυτό; Κάνας φίλος των κοριτσιών που δούλευαν στο μαγαζί ίσως;»
    Αναστέναξε. «Ειλικρινά δεν πάει πουθενά το μυαλό μου».
    «Δεν είχε εχθρούς;»
    «Τίποτα το σοβαρό. Και αν είχε εχθρούς δεν θα είχε μέσω του Εξωτικού. Θα είχε μέσω της συνεργασίας του με τα αφεντικά σου. Εκεί παιζόταν το παιχνίδι. Ρώτα τα αφεντικά σου το λοιπόν».
    Έκανε μια παύση σαν κινηματογραφικός αστέρας και ύστερα είπε με – υποτίθεται – σαδιστικό στόμφο: «Γιατί εσύ έχεις αφεντικά».
    «Έχω αφεντικά, αλήθεια. Μου απομυζάνε την υπεραξία. Αλλά ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από…»
    Απήγγειλα λίγο από το Μανιφέστο. Του έσπασα τ’ αρχίδια.

                                                 
                                                   ***
Πέντε χιλιόμετρα έξω απ’ την κωμόπολη, στρίβοντας σε ένα κόκκινο χωματόδρομο, προσπερνώντας πυκνές συστάδες ξερακιανών ελαιόδεντρων –  και αν υποθέσουμε ότι θα αντέξεις για ώρα εκείνο το τρελό ταρακούνημα του οχήματος σου πάνω στις πετρούκλες του πρωτόγονου δρόμου –  θα οδηγηθείς σε αδιέξοδο, ο δρόμος τελειώνει μπροστά σε μια σκουριασμένη συρόμενη πόρτα που κάποιος, ο οποίος δεν ολοκλήρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση, ή μάλλον την ολοκλήρωσε με επιτυχία, έχει γράψει επάνω της με μαύρη μπογιά: «Τριφείλλι Μαρής».
    Αν – επεκτείνοντας τον υποθετικό συλλογισμό μας –  επιχειρήσεις να σπρώξεις την πόρτα, θα βρεθείς μπροστά σε μια απέραντη απλωσιά που θυμίζει τούντρα της Σιβηρίας – ένα ψιλό φαιοπράσινο χορταράκι παντού και τριγύρω πεταμένες, μπόλικες δεματιασμένες μπάλες τριφυλλιού, δεμένες με συρματόσχοινο σαν κουτάκια δώρων. Μπορεί, πλησιάζοντας τα δώρα, να μην πετάγεται από μέσα τους κάποιος τρελαμένος κλόουν πάνω σε ελατήριο, αλλά αυτή την λειτουργία του σοκ, την υποκαθιστά στην εντέλεια το παρανοϊκό κοπρόσκυλο που αλυχτά από απόσταση και τριποδίζει, ίδιο αλογάκι της αποκάλυψης, προς το μέρος σου, με σάλια και αφρούς αλλοφροσύνης να στάζουν απ’ τους χαυλιόδοντες του.
    «Χριστέ μου!»
    Ήμουν σίγουρος πως ερχόταν να με ξεσκίσει. Βιάστηκα να βγω έξω και να σύρω την πόρτα αλλά μια αντρική φωνή με συγκράτησε λέγοντας από κάπου:
    «Όταν είμαι εγώ εδώ δεν επιτίθεται σε κανέναν».
    «Και για να έχουμε καλό ερώτημα» – ο Κέρβερος όλο και πλησίαζε καλύπτοντας με άλματα λεοπάρδαλης την απόσταση που μας χώριζε – «ε… που ακριβώς είσαι;»
    «Εδώ».
    «Που…εδώ;»
    Εξήντα μέτρα. Πενήντα μέτρα. Ποιος το προγύμναζε; Ο Χρήστος Τζέκος;
    «Εδώ».
    Και ξάφνου ξεπρόβαλλε πίσω από μια μεγάλη μπάλα τριφυλλιού. Ο Κέρβερος – ένα μαύρο κακάσχημο πλαδαρό μπουλντόκ – όρμισε στην αγκαλιά του.
    «Είναι καλός φύλακας», είπε ο Μαρής.
    «Δεν αμφιβάλλω. Όποτε δηλαδή δεν προετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς».
    Του γνωστοποίησα την ιδιότητα μου και με συνοδεία πάντα εκείνο το κοπρόσκυλο πήγαμε μαζί και κάτσαμε κάτω από ένα υπόστεγο έξω απ’ το σπίτι της οικογένειας Μαρή. Η γυναίκα του – μια ηλιοψημένη αγρότισσα με σκληρό και απλοϊκό  πρόσωπο – μας σερβίρισε τσίπουρο και κομμένο ξεφλουδισμένο μήλο. Δυο τερατάκια, αγροτόπαιδα με τα όλα τους, σήκωναν μπάλες τριφυλλιού και τις φόρτωναν σε μια καρότσα. Ο Μαρής, άντρας ρωμαλέος, γεμάτος υγεία, με πυκνές μπούκλες πάνω σε ένα κεφάλι ομορφονιού, χάιδευε τον σκύλο του, ο οποίος είχε σωριαστεί κάτω απ’ το τραπέζι με μια γλωσσάρα τόση να κρέμεται απ’ το στόμα του που έχασκε. 
    «Πόσα κιλά ζυγίζει η μπάλα;»
    «Καμιά τριανταριά».
    «Θρεμμένα τα βλαστάρια σου. Πόσο είναι;»
    «Ο Γιώργης έντεκα. Ο Κωστής εννιά».
    Δίχως τρυφερότητα, δίχως αγάπη, δίχως τίποτα στο τόνο της φωνής του που να υποδηλώνει κάτι παραπάνω από μια αδιαφορία. Τα μυρίζομαι εγώ κάτι τέτοια. Είμαι σάρκα από τη σάρκα αυτών των ανθρώπων. Καθόταν εκεί, χαϊδεύοντας τον κοπρίτη, ενώ εκείνα – δυο μωρά παιδιά – δούλευαν σαν δαμάλια, δίχως σταμάτημα, βρώμικα και ιδρωμένα, και την ίδια στιγμή, παραπέρα, η μάνα τους έκανε άλλες βαριές δουλειές, δουλειές σίγουρα αντρικές. Και ο κύριος Μαρής; Μα προγύμναζε τον σκύλο του παρακαλώ. Τον αντιπάθησα αμέσως όπως αντιπάθησα τον συνάδελφο του στις πουτανοδουλειές, τον Σαραντάκη, όπως αντιπάθησα τον Καργάκο, όπως αντιπάθησα και την ίδια την ιδέα αυτής της υπόθεσης.
    Αλλά ήμουν καλός στη δουλειά μου. Εννιά στις δέκα φορές τα έβγαζα πέρα. Υπομονή.
    «Πόσα σου αποφέρει το τριφύλλι;»
    Χαχάνισε σαν γοητευτικός σταρ. «Εφοριακός είσαι;»
    «Δεν θα χαχανίζεις σε μένα Μαρή».
    Με κοίταξε. Ως τώρα δεν με κοίταζε. Του ήμουν αδιάφορος. Τα μάτια του ήταν ότι πιο ηλίθιο και φτηνό είχα αντικρίσει ίσαμε τότε.   
    «Ρώτα με ότι θέλεις να ξεμπερδεύουμε».
    «Σε ρώτησα ήδη».
    «Τι σχέση έχει το τριφύλλι μου  με τον Καργάκο;»
    «Εγώ κάνω τις ερωτήσεις, μην ξεχνιόμαστε».
    «Εκπρόσωπος των μεγάλων συμφερόντων ε;» Χαχάνισε ξανά ο στούρνος.
    «Βγάλε το σκασμό».
    Λίγοι άνθρωποι με κάνουν να χάνω το στυλ μου. Και αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Καθόλου καλό σημάδι.
    Είπα να τον πειράξω λίγο, χτυπώντας τον με μια ίσια ζυγισμένη γροθιά κάτω απ’ το τραπέζι.
    Σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα – ο κοπρίτης κάτω απ’ το τραπέζι εξακολουθούσε να ξεγλωσσιάζεται μακάρια, τα δυο αγόρια στο ίδιο τέμπο της αχαλίνωτης εκδούλευσης τους, η μητέρα κάπου στο σπίτι να σωριάζει κάτι κούτσουρα. Και στο πρόσωπο του Μαρή μια γραμμή οδύνης χαράκωνε την χολιγουντιανή του απάθεια.
    «Θα σε σκοτώσω», είπε και έκανε να σηκωθεί.
    Επανέλαβα το ίδιο κόλπο, με την ίδια διακριτική ήσυχη χάρη και του έκοψα τη φόρα και την ανάσα. Το σκυλί του έγλειφε τα χέρια.
    «Θα στερούσες τη ζωή ενός άλλου έλλογου όντος;» τον κοίταξα λυπημένος. Εντάξει, αυτή η ατάκα με πεθαίνει.
    Αγκάλιασε το στομάχι του και συμπτύχθηκε πάνω στη καρέκλα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταξε με ένα μίσος του οποίου την ποσότητα αν τη διαιρούσα  με το πενήντα, το αποτέλεσμα που θα έπαιρνα, σαν απόλυτος αριθμός μίσους, θα έφτανε για να προκαλέσει έναν εμφύλιο πόλεμο σε μια χώρα σαν το Λιχνενστάιν.
    Τσίμπησα ένα μηλαράκι απ’ το πιάτο που ακούμπαγε στο τραπέζι. Χαμογελούσα. «Ας το ξεχάσουμε. Λοιπόν, πες πως μόλις τώρα ήρθα».
    Δεν αποκρίθηκε. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα. Γραμμούλες δακρύων κυλούσαν στο καλοξυρισμένο του μούτρο.
    «Φτάνω εδώ, στο αγρόκτημα ή όπως αλλιώς ονομάζεις τούτο τον κήπο της Εδέμ μόλις τώρα λοιπόν. Σου λέω ποιος είμαι. Ως θεματοφύλακας των χρηστών ηθών, ως τοποτηρητής των αγαθότερων της εθιμοτυπίας και της παράδοσης συμπεριφορών, έβαλες τη γυναίκα σου και με τράταρε. Λοιπόν. Όλα καλά. Κάποτε φτάνουμε και σε εκείνο το  άχαρο κομμάτι των ερωταποκρίσεων. Άχαρο, αλλά περνάει γρήγορα. Λοιπόν τι λες;»
    «Ρώτα».
    «Ποιος σκότωσε τον Καργάκο;»
    «Δεν ξέρω».
    «Τα ίδια λέει και ο Σαραντάκης. Συνεννοημένοι κάργα είστε ε;»
    «Κάνεις λάθος».
    «Πιάνω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνεται τις τελευταίες ώρες. Όποτε συμβαίνει αυτό πιάνω τον εαυτό μου να εκνευρίζεται. Και όποτε πιάνω τον εαυτό μου να εκνευρίζεται επαναλαμβάνω τις ερωτήσεις μου. Ποιος σκότωσε τον Καργάκο;»
    «Ήταν ανήσυχος το τελευταίο διάστημα».
    «Καλή αρχή».
    «Κοίτα, και εγώ και ο Σαραντάκης ήμασταν πρώτα απ’ όλα φίλοι του. Αλλά κυρίως ήμουν εγώ. Ο Βαγγέλης  έχει βαφτίσει τον Κωστή μου και…»
    «Ω Χριστέ μου ήταν καταδικασμένο αυτό το παιδί».
    «…και μπορώ να πω πως με εμένα οι σχέσεις του ήταν καλύτερες. Σε μένα ανοιγόταν. Τον Σαραντάκη δεν τον είχε σε μεγάλη υπόληψη. Είναι φαφλατάς, του ξεφεύγουν πράγματα και…»
    «Σε μένα μόνο φαφλατάς δεν φάνηκε», είπα.
    «Γιατί δεν είχε κάτι να πει».
    «Εσύ έχεις;»
    «Τίποτα το συγκεκριμένο. Αλλά γνωρίζω πως το τελευταίο διάστημα ο Βαγγέλης δεν ήταν στα καλά του. Κάτι είχε συμβεί».
    «Φοβόταν για τη ζωή του;»
    «Δεν νομίζω. Αλλά κάτι τον είχε αγχώσει».
    «Είχε αλλάξει η συμπεριφορά του;»
    «Όχι».
    «Ασάφειες. Αναθεματισμένες ασάφειες».
    «Όταν γνωρίζεις καλά έναν άνθρωπο, τις καταλαβαίνεις αυτές τις λεπτές διαφορές».
    Ήταν άγαρμπος. Νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει νοήματα στη γυναίκα του, δίχως να τον καταλάβω. Η καρέκλα πάνω στην οποία καθόμουν ήταν πλαστική. Έσπρωξα το σώμα μου προς τα πίσω και σωριάστηκα κάτω, την ίδια στιγμή που μια σφαίρα σφύριξε δίπλα απ’ το κεφάλι μου. Είδα τον σκύλο να τινάζεται και να ανοίγει ένα στόμα γεμάτο δόντια και πρόθεση να τα χρησιμοποιήσει. Ύστερα άφησε μια σκυλίσια κραυγή και έσκασε κάτω. Ο Μαρής μουρμούρισε «Μαλακισμένη» και άρπαξε μια τάβλα από κάπου.
    Γύρισα το κεφάλι μου. Η γυναίκα του ήταν έτοιμη να πυροβολήσει ξανά. Το χέρι της έτρεμε. Πάτησε τη σκανδάλη αλλά αστόχησε. Ο Μαρής, κραδαίνοντας τη τάβλα, όρμησε προς το μέρος μου. Έβγαλα τη μπερέτα μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το μισό του πρόσωπο εξαφανίστηκε μέσα σε μια έκρηξη οστών, τσιγαρισμένης σάρκας και αίματος.
    Οι επόμενες σφαίρες μου βρήκαν τη γυναίκα στο στήθος. Την είχα αφήσει στο τόπο. Είδα τα δυο αγόρια της να τρέχουν προς τους γύρω αγρούς.
    Δεν είχα σταθεί καλά καλά στα πόδια μου, όταν άλλη μια σφαίρα πέρασε δίπλα μου. Και άλλη μια. Η τρίτη με βρήκε στον ώμο. Σύρθηκα κάτω απ’ το τραπέζι. Δεν άργησα να διακρίνω τη μεταλλική λάμψη του όπλου. Αυτός που πυροβολούσε ήταν ακροβολισμένος στην μεγάλη ξύλινη αποθήκη πλάι απ’ το σπίτι του Μαρή. Σηκώθηκα και έτρεξα προς τα κει κάνοντας ζιγκ ζαγκ σαν φαντάρος που κάνει πυρ και κίνηση. Ο τύπος είχε ξεμείνει από σφαίρες και όπλιζε. Το εκμεταλλεύτηκα. Μπαίνοντας στην αποθήκη είδα κάτι που σχεδόν το περίμενα. Κόκα. Κόκα παντού. Και ο Σαραντάκης να προσπαθεί να φτιάξει το όπλο του που είχε πάθει εμπλοκή. Με κοίταξε με παράπονο και πέταξε το όπλο του κάτω.
    «Εντάξει, τα σκατώσαμε», είπε.
    «Τον κλέβατε ε; Σας πήρε χαμπάρι και τον φάγατε μετά, ε;»
    «Μην με σκοτώσεις. Πάρε την κόκα και κάνε τον Κινέζο».
    «Γιατί τον σφάξατε όμως;»
    «Ο Μαρής τον έσφαξε».
    «Γιατί;»
    «Στο σπίτι του αδερφού του Μαρή, μέσα σε ένα δωμάτιο, είναι κλειδωμένο ένα παιδί. Η κόρη του Μαρή. Δεκατριών χρονών. Ο Καργάκος την εκμεταλλεύτηκε. Ώσπου τη γκάστρωσε. Έκανε έκτρωση. Έχει πάθει σοκ, σαν να τρελάθηκε το παιδί. Με πιάνεις; Πάρε το πράμα και παράτα με».
    «Μόνο αυτό το πράμα υπάρχει;»
    Μπήκαμε στο αμάξι μου και με οδήγησε σε μια παράγκα τρία χιλιόμετρα μακριά απ’ το αγρόκτημα του Μαρή. Βρήκαμε άλλα δυο κιλά εκεί.
    «Μπορώ να σας βοηθήσω σε πολλά πράγματα», είπε ο Σαραντάκης σαν βρεγμένη γάτα.
    «Είσαι μέσα στα κόλπα, ε;»
    Πριν προλάβει να αποκριθεί, του φύτεψα μια όμορφη σφαίρα στην καρδιά.
    Για το μετά, δεν χρειάζεται να σου πω. Στάλθηκε βοήθεια απ’ το αφεντικό μου. Με μετέφεραν σε ένα γιατρό στην πρωτεύουσα. Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, έχω κάποιους πόνους στον ώμο. Κάτι σαν παράσημο, δεν συμφωνείς;
    Τώρα, μιας και είσαι καινούριος στη δουλειά, θα σου μιλήσω για πιο πρακτικά ζητήματα – καλές οι ιστορίες αλλά η δουλειά αυτή θέλει και εξάσκηση.  Ωραίο το όπλο σου. Κάτσε να σου εξηγήσω κάποια πράγματα γι’ αυτό. Όπα, όπα τι τρέχει; Τρελάθηκες, μικρέ; Κατέβασε το κάτω. Τι; Όχι δεν σε θυμάμαι. Τι πάει να πει μεγάλωσες; Ο γιος του Μαρή; Να με πάρει ο διάολος, άσε την πλάκα και κατέβασε αυτό το αναθεματισμένο περίστροφο.
    Α! Να σε πάρει ο διάολος!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου